τερεβινθούχος

τερεβινθούχος
-α, -ο, Ν
αυτός που περιέχει τερεβινθίνη ή τερεβινθέλαιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τερέβινθος «είδος φυτού» + -ούχος* (< έχω). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εστία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”